οστεογραφικός — ή, ό [οστεογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεογραφία, οστεολογικός … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
συνοστεογραφία — η, Ν ανατ. περιγραφή τών αρθρώσεων και τών συνδέσμων τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οστεογραφία] … Dictionary of Greek
σωματογραφία — Για να απεικονίσουμε ανθρωπολογικό υλικό έχουμε, εκτός τη φωτογραφία και τη γεωμετρική σχεδίαση, και τη σ. Τη σ. χρησιμοποιούμε για να κάνουμε διαγράμματα του κρανίου, μπορούμε όμως και να τη χρησιμοποιήσουμε και για άλλα οστά (οστεογραφία) και… … Dictionary of Greek
οστεολογία — η μέρος της ανατομικής που μελετά τα οστά και γενικά το σκελετό, αλλ. οστεογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)